χωροφυλακίστικος

χωροφυλακίστικος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που συμπεριφέρεται σαν τους χωροφύλακες, απότομος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χωροφυλακίστικος — η, ο, Ν (επιτιμητικά) 1. αυτός που αρμόζει σε χωροφύλακα, αυταρχικός και τραχύς, απότομος («χωροφυλακίστικος τρόπος συμπεριφοράς») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χωροφυλακίστικα (με περιλπτ. σημ.) ο αυταρχικός και τραχύς τρόπος συμπεριφοράς ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”